λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek
цикло́ида — ы, ж. мат. Плоская кривая, описываемая фиксированной точкой окружности, катящейся без скольжения по неподвижной прямой. [От греч. κυκλοειδης кругообразный] … Малый академический словарь
λουφάρι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του είδουςPomatomus saltator, της οικογένειας των ποματιδών, της τάξης των περκομόρφων. Έχει μακρύ και πεπιεσμένο σώμα με μικρά, κυκλοειδή λέπια· η κάτω γνάθος είναι μακρύτερη και προεξέχει από την επάνω. Έχει… … Dictionary of Greek
ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα … Dictionary of Greek
ακανθόλαβρος — (acantholabrus). Γένος ψαριών της οικογένειας των πολυοδοντιδών, που ανήκει στην τάξη των οξυρρυγχομόρφων. Τα ψάρια αυτά έχουν πολλές παράλληλες σειρές δοντιών που συνέχονται από δύο χόνδρους, τον ουρανισκοτετράπλευρο και τον χόνδρο του Μέκελ,… … Dictionary of Greek
γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι … Dictionary of Greek
γοφάρι ή γουφάρι — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των καρανγκιδών, της τάξης των περκομόρφων. Το επιμήκες σώμα του (μέγιστο μήκος 85 εκ.) καλύπτεται από κυκλοειδή λέπια με χρώμα μολύβδινο ή αργυρό. Το κάτω σαγόνι του ρύγχους του είναι μεγαλύτερο από το επάνω, το… … Dictionary of Greek
καλκάνι ή ρόμβος — Τελεόστεα ψάρια της οικογένειας των βοθιδών, τα οποία έχουν χαρακτηριστικό ρομβοειδές και επίπεδο σχήμα. Σχεδόν όλα τα ψάρια της ομάδας χρησιμοποιούν μόνο το μάτι που βρίσκεται από τη μία πλευρά του σώματος (αριστερή), το χρώμα της οποίας μοιάζει … Dictionary of Greek
τελεόστεοι — Υφομοταξία ψαριών, που ονομάζονται έτσι επειδή ο σκελετός τους είναι λιγότερο ή περισσότερο οστεοποιημένος. Στη σύγχρονη ταξινόμηση οι τ. περιλαμβάνονται στην ομοταξία των οστεϊχθύων, επειδή ολόκληρη η ομάδα των ψαριών αυτών χαρακτηρίστηκε ως… … Dictionary of Greek